Μάθημα : Οδύσσεια
Κωδικός : 2706015438
4η Ενότητα , α174-360
ΓΙΑ ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΒΙΒΛΙΟΥ ΣΕΛ. 38, 1 ΚΑΙ 5
Περιληπτική απόδοση
Ο Τηλέμαχος, με την καρδιά του βαριά από τις έγνοιες, γύρισε το βλέμμα του στη γλαυκόματη Αθηνά. Το κεφάλι του έσκυψε ελαφρά, μια κίνηση διακριτική, για να μην προδώσει την εμπιστευτική τους συνομιλία στους αδιάκριτους μνηστήρες. "Καλέ μου ξένε," ψιθύρισε, "ελπίζω να με συγχωρέσεις για την ειλικρίνειά μου. Η ψυχή μου είναι γεμάτη θλίψη, και πρέπει να μοιραστώ τα βάσανά μου."
"Αυτό που βλέπεις γύρω σου," συνέχισε, με το βλέμμα του να περιπλανιέται στην αίθουσα, "είναι η εικόνα της αδικίας. Κιθάρα και τραγούδι, μια εύκολη διασκέδαση για εκείνους που λεηλατούν την περιουσία μου χωρίς φόβο τιμωρίας. Ο πατέρας μου, ο Οδυσσέας, λείπει εδώ και χρόνια. Τα λευκά του κόκαλα, ίσως, να σαπίζουν κάπου μακριά, χτυπημένα από τις βροχές ή παρασυρμένα από τα κύματα της θάλασσας."
Η φωνή του Τηλέμαχου έσπασε, και τα μάτια του γέμισαν δάκρυα. "Αν μόνο γύριζε," είπε, "αν οι μνηστήρες τον έβλεπαν μπροστά τους, θα εύχονταν να είχαν φτερά στα πόδια για να ξεφύγουν. Ο πλούτος και τα πλούσια ρούχα δεν θα είχαν καμία αξία μπροστά στον φόβο τους."
"Αλλά τώρα," συνέχισε, "ο Οδυσσέας έχει χαθεί, και μαζί του κάθε ελπίδα. Η σκέψη της επιστροφής του είναι μια μακρινή φαντασίωση, ένα όνειρο που δεν θα γίνει ποτέ πραγματικότητα. Ωστόσο, ξένε μου, απάντησε στις ερωτήσεις μου με ειλικρίνεια. Ποιος είσαι; Από πού έρχεσαι; Με ποιο καράβι έφτασες; Έχεις ξανάρθει σε αυτά τα μέρη, ή είσαι φίλος του πατέρα μου; Αυτό το σπίτι έχει φιλοξενήσει πολλούς ταξιδιώτες, καθώς ο Οδυσσέας ήταν γνωστός για τη φιλοξενία του."
Η αποκάλυψη της Αθηνάς:
Η Αθηνά, με τα μάτια της να λάμπουν με θεϊκή σοφία, απάντησε στον Τηλέμαχο. "Θα σου πω την αλήθεια," είπε, "χωρίς να κρύψω τίποτα. Το όνομά μου είναι Μέντης, γιος του Αγχιάλου, και είμαι ηγέτης των Ταφίων. Έφτασα εδώ με το πλοίο μου, έτοιμος να ταξιδέψω στη μακρινή Τεμέσα. Θέλω να ανταλλάξω σίδερο με χαλκό. Το πλοίο μου περιμένει στο λιμάνι Ρείθρο, κάτω από το δασωμένο Νήιο."
"Ο Οδυσσέας και ο πατέρας μου ήταν φίλοι," συνέχισε η Αθηνά. "Ρώτησε τον Λαέρτη, αν θέλεις, αν και τώρα είναι γέρος και αποτραβηγμένος από την πόλη. "
"Η φήμη του πατέρα σου με έφερε εδώ," είπε η Αθηνά. "Ήλπιζα να τον βρω στην πόλη, αλλά οι θεοί φαίνεται να εμποδίζουν την επιστροφή του. Ωστόσο, ο Οδυσσέας δεν είναι νεκρός. Είναι ζωντανός. Ίσως να βρίσκεται σε κάποιο μακρινό νησί."
"Άκουσε τη μαντεία μου," συνέχισε η Αθηνά, "όπως μου την έδωσαν οι αθάνατοι. Δεν είμαι μάντης, αλλά πιστεύω ότι ο Οδυσσέας θα επιστρέψει. Ακόμα κι αν είναι αιχμάλωτος, θα βρει τρόπο να δραπετεύσει, γιατί είναι πολυμήχανος."
"Αλλά τώρα," είπε η Αθηνά, "απάντησε στην ερώτησή μου. Είσαι πραγματικά γιος του Οδυσσέα; Μοιάζεις τόσο πολύ σε αυτόν, στα μάτια και στο πρόσωπο."
Η απάντηση του Τηλέμαχου:
Ο Τηλέμαχος, με φωνή γεμάτη αμφιβολία, απάντησε στην Αθηνά. "Η μητέρα μου λέει ότι είμαι γιος του Οδυσσέα, αλλά δεν είμαι σίγουρος. Θα ήθελα να ήμουν γιος ενός άλλου άντρα, ενός τυχερού άντρα που θα ζούσε τα γηρατειά του με ευτυχία. Αλλά τώρα, είμαι ο γιος του πιο δυστυχισμένου άντρα στον κόσμο."
Οι συμβουλές της Αθηνάς:
Η Αθηνά, με τα μάτια της να λάμπουν με συμπάθεια, απάντησε στον Τηλέμαχο. "Δεν πιστεύω ότι οι θεοί θα αφήσουν τη γενιά σου να σβήσει" είπε. "Είσαι γιος της Πηνελόπης, και αυτό είναι αρκετό. Αλλά πες μου, τι συμβαίνει εδώ; Τι είδους γιορτή είναι αυτή; Οι μνηστήρες σου φαίνονται αχρείοι και αλαζόνες."
Ο Τηλέμαχος εξήγησε στην Αθηνά την κατάσταση στο παλάτι του. Της είπε για τους μνηστήρες που σπαταλούν την περιουσία του και για την αγωνία του για την τύχη του πατέρα του.
Η Αθηνά τον ενθάρρυνε να πάρει την κατάσταση στα χέρια του. Του είπε να διώξει τους μνηστήρες και να ψάξει για τον πατέρα του πηγαίνοντας στη Σπάρτη να ρωτήσει τον Μενέλαο και στην Πύλο να ρωτήσει τον Νέστορα. Του είπε επίσης να εκδικηθεί τους μνηστήρες, όπως έκανε ο Ορέστης με τον Αίγισθο.
Ο Τηλέμαχος, γεμάτος ελπίδα και αποφασιστικότητα, δέχτηκε τις συμβουλές της Αθηνάς. Της ζήτησε να μείνει λίγο ακόμα, αλλά εκείνη εξαφανίστηκε πετώντας μέσα από τη στέγη του παλατιού. Ο Τηλέμαχος κατάλαβε ότι ο ξένος ήταν θεός, και η καρδιά του γέμισε δύναμη και θάρρος.