Μάθημα : Νεοελληνική Γλώσσα Β
Κωδικός : G1357114
Ορισμός
στέρηση του δικαιώματος να διαθέσει ένας οφειλέτης κάποιο ακίνητο ή κινητό περιουσιακό του στοιχείο, ύστερα από δικαστική απόφαση: Kάνω / ενεργώ ~ αγρού / διαμερίσματος / εμπορευμάτων / πλοίου. Aναγκαστική / συντηρητική* ~. || δέσμευση ενός αντικειμένου, προϊόντος ή εντύπου, που είναι απαγορευμένο ή που χαρακτηρίζεται παράνομο: Aπό την αστυνομία έγινε ~ μεγάλης ποσότητας ηρωίνης. Aπό την εισαγγελία διατάχτηκε η ~ του (τάδε) βιβλίου / των φύλλων της (τάδε) εφημερίδας. [
Κατηγορία
Δεν υπάρχουν διαθέσιμες πληροφορίες
URL
Δεν υπάρχουν διαθέσιμες πληροφορίες
Σχόλια
Δεν υπάρχουν διαθέσιμες πληροφορίες