Μάθημα : Νεοελληνική Γλώσσα Β
Κωδικός : G1357114
Ορισμός
φλυαρία
Κατηγορία
Δεν υπάρχουν διαθέσιμες πληροφορίες
URL
Δεν υπάρχουν διαθέσιμες πληροφορίες
Σχόλια
Δεν υπάρχουν διαθέσιμες πληροφορίες
Ορισμός
ανίδεος -η -ο [aníδeos] Ε5 : 1.που δε γνωρίζει κτ. καθόλου, που δεν έχει ούτε τις στοιχειώδεις γνώσεις για κτ.· αδαής: ~ από τέχνη / επιστήμη / πολιτική / ποίηση. || (ως ουσ.) ο ανίδεος: H μελέτη του προβλήματος ανατέθηκε σε άσχετους και ανίδεους. 2α. που δεν έχει πληροφόρηση για κάποιο γεγονός: Ήταν ~ για το θάνατο του πατέρα του. β. που δεν υποψιάζεται κτ.· ανύποπτος, ανυποψίαστος: ~ για τον κίνδυνο που διέτρεχε, ήπιε το δηλητηριασμένο νερό.
Κατηγορία
Δεν υπάρχουν διαθέσιμες πληροφορίες
URL
Δεν υπάρχουν διαθέσιμες πληροφορίες
Σχόλια
Δεν υπάρχουν διαθέσιμες πληροφορίες