Μάθημα : ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ, Α ΛΥΚΕΙΟΥ

Κωδικός : 3152010224

3152010224  -  ΕΥΜΟΡΦΙΑ ΣΤΕΡΓΙΟΥ

Ασκήσεις
Όνομα Άσκησης Ρυθμίσεις άσκησης
Διαγώνισμα Α Τετραμήνου στη Νεοελληνική Λογοτεχνία (1)  (έχει λήξει)

 

Κ. Κρυστάλλη, Η καπετάνισσα

Η Ρούσιω η καπετάνισσα, του Γέρο-Δήμου η νύφη,

στα παραθύρια κάθεται, τους κάμπους αγναντεύει

κι αναστενάζει απ’ την καρδιά και με το νου της λέει:

Μάννα, με κακοπάντρεψες και μ’ έδωκες σε κλέφτη,

που βρίσκεται στον πόλεμο απ’ την αυγή ως το βράδυ,

κι από το βράδυ ως την αυγή φυλάει στο καραούλι,

και δεν τον είδα μια φορά να κοιμηθεί σιμά μου.

Εγώ τουφέκια σκιάζουμαι, τ’ άρματα εγώ τα τρέμω,

για να τα ζώσω στο κορμί να πάω από κοντά του,

κι εχτίκιασαν τα στήθια μου, εμάλλιασε η καρδιά μου,

μαράθηκαν τα νιάτα μου κι η εμορφιά μου εχάθη.

Σαν τι τα θέλω τα φλουριά και τα βαρειά γιουρντάνια1,

 σαν τι τα θέλω τα χρυσά κι ασημωμένα ρούχα,

σαν δεν κοιμούμαι μια φορά στο πλάι του καλού μου;

Να ’μουνα κάλλια2 πιστικιά3, κάλλια θερίστρα να ’μουν,

παρά η καπετάνισσα του Γέρο-Δήμου η νύφη.

Για ιδές θερίστρες, πιστικιές, ολημερίς γυρνάνε

στα ρέματα στης λαγκαδιές, στους κάμπους και στα πλάγια

με τον καλό τους στο πλευρό και με μικρά στα χέρια·

κι εγώ κλεισμένη μοναχή ψηλά στα κορφοβούνια,

τα λερωμένα του σκουτιά4 μπεζέρισα5 να πλένω,

κι ώρα την ώρα με καρδιά καταλαχταρισμένη

τον καπετάνιο καρτερώ τόσες βραδιές κι αυγούλες,

πότε να τον ιδώ γερός ν’ αφήσει τα λημέρια,

να ’ρθει στο σπίτι μια φορά, να κοιμηθούμε αντάμα!

 

1 (τα) γιουρντάνια: περιδέραια

2 κάλλια: καλλίτερα

3 (ο) πιστικός: ο μισθωτός βοσκός

4 (τα) σκουτιά: τα ρούχα

5 μπεζέρισα: βαρέθηκα

(Απὸ τη συλλογὴ Ο τραγουδιστής του χωριού και της στάνης, 1893)

Έναρξη: 15/1/21, 12:10 μ.μ.
Λήξη: 15/1/21, 1:25 μ.μ.

ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ

Η αναγνώρισις1

 

Εχάραξεν ανατολή και ρόιδισεν η δύσι,

Πάν τα πουλάκια σταις βοσκαίς και η ώμορφαις να πλύνουν. Πήρα κ΄ εγώ το γρίβα2 μου να πάω να τον ποτίσω.

Βρίσκω μια κόρη πώπλυνε σε μια κρυά βρυσούλα, Κ΄ εγώ νερό της γύρεψα κι΄ άπλωσε να μου δώση. Δώδεκα κούπαις μούδωκε, στα μάτια δεν την είδα Και σε ταις δεκατέσσαραις την είδα δακρυσμένη

-«Τ΄έχεις κόρη μ’ και θλίβεσαι και βαρυαναστενάζεις;»

-«Εγώχ΄ άντρα στην ξενιτειά τώρα δώδεκα χρόνους, Κι΄ ουδέ χαρτί δε μώστειλεν ουδέ ατός3 του ήλθε,

Κι΄ ακόμα δυο τον καρτερώ, ως τρεις τον παντυχαίνω, Κι απαί θα γένω καλογριά, τα ράσα να φορέσω.»

-«Ο άντρας σούταν άρρωστος, βαργιά4 για να πεθάνη, Και τον εδάνεισα πανί, μούπε να με το δώσης.»

-«Αν τον εδάνεισες πανί, εγώ να σου το δώσω.»

-«Γω τον εδάνεισα κερί, μούπε να με το δώσης»

-«Αν τον εδάνεισες κερί, εγώ να σου το δώσω»

-«Γώ τον εδάνεισα φιλί, μούπε να με το δώσης.»

-«Αν τον εδάνεισες φιλί, να πάγης να το πάρης.»

-«Κόρη μ΄ εγώμ΄ ο άντρας σου, εγώμαι κι ο καλός σου.»

-«Αν ήσαι σύ ο άντρας μου, αν ήσαι ο καλό μου, Πες μας σημάδια του σπιτιού, τότε να σε γνωρίσω.»

-«Έχεις μηλιά στη θύρα σου και κλήμα στην αυλή σου, Κάμει σταφύλια ραζακιά5 και το κρασί μοσκάτο6

-«Εγώμουν κρασοπούλισσα και διάβηκες και τάδες. Αν ήσαι συ ο άντρας μου, αν ήσαι ο καλός μου,

Πές μου σημάδια του κορμιού, τότε να σε γνωρίσω.»

-«Έχεις ελιά στο στήθος σου κ΄ ελιά στην αμασκάλη.»

-«Καλέ μ΄ εσύ ΄σαι ο άντρας μου, εσύ ΄σαι κι΄ ο καλός μου.»