Μάθημα : ΣΤΑΜΑΤΑΜΕ ΤΗ ΒΙΑ ΚΑΙ ΤΟΝ ΣΧΟΛΙΚΟ ΕΚΦΟΒΙΣΜΟ!

Κωδικός : 4501020267

4501020267  -  2ο ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΤΡΙΚΑΛΩΝ

Ιστολόγιο

Ο σεβασμός του άλλου στην Ορθόδοξη παράδοση - Θρησκευτικά Γ΄Γυμνασίου

Πέμπτη 23 Δεκεμβρίου 2021 - 6:09 μ.μ.

- από τον χρήστη

Οι μαθητές της Γ΄Γυμνασίου "έπαιξαν" με τις λέξεις "φιλοξενία" και "ξενοφοβία" ώστε να προσεγγίσουν τον όρο "άλλος". Στον διάλογο του Χριστού με την Σαμαρείτισσα (Ιωαν 4 ,5-26) εντόπισαν τις κοινωνικές διακρίσεις στην εποχή του Χριστού με βάση τη θρησκεία, την καταγωγή και το φύλο καθώς και την αντιμετώπισή τους μέσα από τον διάλογο.

Στη συνέχεια μελέτησαν ένα απόσπασμα από το βιβλίο της Μαρούλας Κλιάφα " Ο κόσμος βαριέται να διαβάζει θλιβερές ιστορίες , Εκδόσεις Κέδρος, Αθήνα 1986 , σ. 17). Κατέγραψαν τις διάφορες στερεοτυπικές αντιλήψεις για τους "άλλους" και προσπάθησαν να προσεγγίσουν βιωματικά την έννοια του αλληλοσεβασμού. 

Τέλος μελέτησαν περιπτώσεις εκφοβισμού του "άλλου" και δραματοποίησαν τα συμπεράσματά τους.

Κλιάφα Μ., Ο κόσμος βαριέται να διαβάζει θλιβερές ιστορίες, εκδ. Κέδρος, Αθήνα 1986, σ. 17.

Έπαιζαν στον δρόμο. Στάθηκα και τα κοίταζα. Ξαφνικά –πώς μου ήρθε;– βουρ, έτρεξα και μπήκα στον κύκλο. «Ε, ψιτ, εσύ πού πας;», το κορίτσι που με ρωτούσε ήταν ψηλό, στο μπόι μου. Φορούσε τζιν παντελόνι. «Θέλω να παίξω κι εγώ», είπα. «Εσύ είσαι γυφτάκι», είπε το κορίτσι. Και με έσπρωξε με τον αγκώνα της. «Όχι, είμαι σοκολατένια», ψέλλισα. Τα παιδιά γέλασαν. «Είσαι ψεύτρα», φώναξε ένα παιδί κι ένα άλλο είπε: «Oι γύφτοι είναι κλέφτες». «Οι γύφτοι φτιάξαν τα καρφιά και σταυρώσαν τον Χριστό», πέταξε ένα τρίτο. Αγρίεψα. «Όχι, αυτό δεν είναι αλήθεια», στρίγγλισα. Τα παιδιά γελούσαν. Γελούσαν κι έλεγαν ένα σωρό βλαστήμιες. «Εγώ, δεν πείραξα κανένα», φώναξα. «Γυφτάκι… γυφτάκι… γυφτάκι…», έλεγαν τα παιδιά. Βούλωσα με τις παλάμες μου τα αυτιά. Η φωνή τους τρύπωνε από παντού. «Γυφτάκι… Γυφτάκι…». «Όχι, μην κλάψεις, μην κλάψεις μπροστά τους», έλεγα μέσα μου. Και κατάπινα τα δάκρυα. Τα παιδιά κουράστηκαν να με περιγελούν. «Πάμε να φύγουμε», είπε το κορίτσι. Εκείνο με το τζιν παντελόνι. Τα παιδιά την ακολούθησαν. Μόνο ένα μικρό αγόρι, τόσο δα μικρό, δεν έφυγε. Άπλωσε το χέρι του και ψαχούλεψε το δικό μου. «Είσαι στ’ αλήθεια σοκολατένια;», με ρώτησε. Χαμογέλασα. «Από πού ήρθες;». Έδειξα με το κεφάλι μου τον κάμπο. «Από κει πέρα», είπα. «Και τώρα πού θα πας;», ξαναρώτησε. «Εκεί πέρα». «Θα ξανάρθεις;». Δεν πρόλαβα ν’ απαντήσω. Τη στιγμή εκείνη μια γυναίκα βγήκε απ’ ένα σπίτι. «Μη, μη ζυγώνεις το γυφτάκι, φώναξε. Θα κολλήσεις ψείρες». Έτρεξε κι άρπαξε το παιδί από το χέρι. Εκείνο τρόμαξε. Έμπηξε τα κλάματα. Μέσα στ’ αναφιλητά του έλεγε και ξανάλεγε: «Είναι σοκολατένια… Είναι σοκολατένια…».

Σχόλια (0)