Μάθημα : Νεοελληνική Γλώσσα και Λογοτεχνία Γ΄ Λυκείου

Κωδικός : EL985243

EL985243  -  ΒΑΙΑ ΚΑΡΑΜΠΑΤΣΑ

Ενότητες - Τρίτη ηλικία και περιθώριο

Τρίτη ηλικία και περιθώριο

Η τρίτη ηλικία, οι δικοί μας γονείς, οι δικοί σας παπούδες και γιαγιάδες, μία από τις "ευπαθείς ομάδες" που όλοι αγαπάμε αλλά ίσως (χωρίς να το θέλουμε) παραμελούμε στους ρυθμούς της σύγχρονης ζωής. 

Περιεχόμενα

Κείμενο 1. (μη λογοτεχνικό): Η τρίτη ηλικία ως Άλλος (σελ. 68: Δίκτυα κειμένων - Φάκελος υλικού)

Κείμενο 2. (λογοτεχνικό- μικροαφήγημα): Σ. Κιοσσές, Ο πατέρας του

Κείμενο 3. (λογοτεχνικό - ποίημα): Μπουκόφσκι, Απολογισμός

 

Σπύρος Κιοσσές, Ο πατέρας του

Πλησίαζαν. Το μεγάλο κτήριο διαγραφόταν επιβλητικό μπροστά τους. Τον ένιωσε να διστάζει. Έψαξε το χέρι του. “Μα τι φοβάσαι; Δεν είσαι μικρό παιδί!”, τον κοίταξε αυστηρά, μα αμέσως το μετάνιωσε. “Έλα, τα είπαμε αυτά”, πρόσθεσε πιο μαλακά. “Η πρώτη μέρα είναι πάντα δύσκολη. Θα δεις. Θα κάνεις νέους φίλους, θα περνάτε υπέροχα!”. Είχαν φτάσει ήδη στη σιδερένια καγκελόπορτα της αυλής. Κι εκεί, λίγο πριν το πέρασμα στο καινούριο, ένας κόμπος ανεβοκατέβαινε στον λαιμό και των δύο, ο ίδιος κόμπος που δένεται με όλες τις μεγάλες στιγμές των ανθρώπων, ένας κόμπος γκρίζος, που δεν ξέρει κανείς αν θα μεταστοιχειωθεί σε υγρό ξέσπασμα, αν θα τον φυσήξει μακριά η ρουτίνα της καθημερινότητας ή αν θα μείνει εκεί, σε μια γωνιά, να στοιχειώνει θαμπές κι άτονες τις μέρες που έρχονται. Θα κάνει νέους φίλους, θα περνάει υπέροχα, έλεγε τώρα στον εαυτό του, καθώς απομακρυνόταν. Και για να ξεχαστεί βάλθηκε να απαριθμεί τους ευφημισμούς που είχαν μάθει στο σχολείο. Ειρηνικός ωκεανός, γλυκάδι, Ευμενίδες ... Κι εκεί, στη μέση του δρόμου, τον έπιασαν τα κλάματα. Δεν θυμόταν αν ήταν κυριολεξία ή ευφημισμός ο οίκος ευγηρίας.

Ερώτηση

Ποιος είναι ο κεντρικός προβληματισμός που θέτει το κείμενο; Ποια είναι η δική σας άποψη; 

[Επισήμανση: Προσέξτε ιδιαίτερα την τεχνική του συγγραφέα. π.χ. Τι προσδοκίες ανακινούνται στον αναγνώστη στην αρχή του κειμένου; Πού οδηγείται η σκέψη μας (σε ποια περίσταση) από τις αναφορές στην "πρώτη μέρα", "στους νέους φίλους", και γενικά από το συναισθηματικό κλίμα που δημιουργεί το αφήγημα; Ανατρέπονται οι προσδοκίες αυτές; Ποια συναισθήματα δημιουργούνται στον αναγνώστη από την ανατροπή και τη σύγκριση/συσχετισμό ανάμεσα σε αυτή τη σκηνή και σε αυτή που ανακαλείται στη μνήμη του σε μια λανθάνουσα θα λέγαμε αντιδιαστολή;]

Μίμνερμος, Όπως τα φύλλα...

[Στα πιο πολλά από τα σωζόμενα αποσπάσματα του αρχαίου λυρικού ποιητή Μίμνερμου εξυμνείται η νεανική ακμή, στην οποία αντιπαρατίθεται το δυσβάσταχτο βάρος των γηρατειών: η ζωή αξίζει όσο είναι κανείς νέος και μπορεί να χαρεί τις απολαύσεις της ζωής, αλλά δυστυχώς η περίοδος αυτή διαρκεί λίγο· τα γηρατειά δεν σημαίνουν παρά βάσανα και φθορά, είναι χειρότερα από τον θάνατο.] 
 

Όπως τα φύλλα που η άνοιξη φέρνει η πολύανθη -τότε

   είν᾽ η εποχή που γοργά ο ήλιος τα θρέφει- κι εμείς

λίγον καιρό, πολύ λίγο, της νιότης χαιρόμαστε τ᾽ άνθη

   δίχως θεϊκών συμφορών να ᾽χουμε πείρα, ούτε δα

τι είναι καλό. Σκοτεινές πλάι μας έπειτα στέκονται μοίρες·

   των θλιβερών γερατειών η κυβερνήτρα είν᾽ η μια

και του θανάτου είν᾽ η άλλη· ο καρπός λίγο μένει της νιότης,

   όσο μονάχα στη γη του ήλιου σκορπιέται το φως.

Όταν της πλέριας ακμής την κορφή ξεπεράσει κανένας,

   απ᾽ τη ζωή πιο καλός τότε είν᾽ ο θάνατος πια·

πίκρες πολλές την καρδιά φαρμακώνουνε ο ένας το βιος του

   βλέπει να ρέβει, κι αυτόν φτώχεια τον σφίγγει βαριά·

άλλος δεν έχει παιδιά, και μ᾽ αυτό τον καημό πάνω απ᾽ όλους

   στον άλλον κόσμο περνά, κάτω απ᾽ τη μαύρη τη γη·

λιώνει η αρρώστια αλλουνού την καρδιά, και δεν είναι στον κόσμο

   ένας, που ο Δίας τα δεινά να μην του δίνει σωρό.

    Meng-tze

 

 

 

Όταν κάποιος έχει γεράσει
και έχει το έργο του τελειώσει
έχει δικαίωμα στη γαλήνη, να πιάσει φιλία
με το θάνατο.
Δε χρειάζεται τους ανθρώπους. Τους γνωρίζει.
τους έχει μάθει πια καλά.
Κείνο που του χρειάζεται είν’ η γαλήνη.
Δεν είναι δίκαιο να τον γυρεύεις, να τον ζυγώνεις,
και να τον εξοργίζεις με ανοησίες.
Αντίθετα, είναι σωστό να προσπερνάς την πόρτα
του σπιτιού του σα να μην έμενε κανείς εκεί.

Τσαρλς Μπουκόφσκι, Απολογισμός

Κι άλλες χαμένες μέρες,
Ξεκοιλιασμένες μέρες
Εξατμισμένες μέρες.
Κι άλλες χαραμισμένες μέρες,
σπαταλημένες μέρες,
δαρμένες μέρες,
ακρωτηριασμένες.
το πρόβλημα είναι ότι
το άθροισμα των ημερών
μας κάνει μια ζωή,
τη ζωή μου.
Κάθομαι εδώ
Εβδομήντα τριών χρονών
Ξέροντας ότι ξεγελάστηκα
Τα ΄κανα θάλασσα,
Τσιγκλάω τα δόντια μου
Με μια οδοντογλυφίδα
που
σπάει.
Σαν εμπορικό τραίνο που δεν τ’ ακούς όταν
Έχεις την πλάτη γυρισμένη.


«Η λάμψη της αστραπής πίσω απ΄το βουνό» (μετφρ. Σ. Τριανταφύλλου)

Γιάννης Ρίτσος, Κατευόδιο

 

Δεν καταθέτει τα όπλα. Σ' αυτό το σημείο

όλων των αμφιβολιών και χωρισμών, μια γυναίκα

τον κοίταξε και χαμογέλασε. Στο διάολο όλοι σας

- είπε- 

δεν έχω ανάγκη κανενός. Εγώ σηκώνω

τη μεγάλη ανεμόσκαλα. Τη στήνω στο δέντρο,

όχι καθόλου για να κόψω καρπούς, μονάχα για ν' 

ανέβω,

κι έτσι, κρυμμένος στα πυκνά φυλλώματα, ξέρω

πως έχει μείνει κάπου εκεί στην άδεια μου θέση

ένα σεμνό πουλί να τραγουδάει ακούραστα

το αθάνατο τραγούδι της θνητότητάς μας.

(Από τη συλλογή Αργά, πολύ αργά μέσα στη νύχτα)