Σπύρος Κιοσσές, Ο πατέρας του
Πλησίαζαν. Το μεγάλο κτήριο διαγραφόταν επιβλητικό μπροστά τους. Τον ένιωσε να διστάζει. Έψαξε το χέρι του. “Μα τι φοβάσαι; Δεν είσαι μικρό παιδί!”, τον κοίταξε αυστηρά, μα αμέσως το μετάνιωσε. “Έλα, τα είπαμε αυτά”, πρόσθεσε πιο μαλακά. “Η πρώτη μέρα είναι πάντα δύσκολη. Θα δεις. Θα κάνεις νέους φίλους, θα περνάτε υπέροχα!”. Είχαν φτάσει ήδη στη σιδερένια καγκελόπορτα της αυλής. Κι εκεί, λίγο πριν το πέρασμα στο καινούριο, ένας κόμπος ανεβοκατέβαινε στον λαιμό και των δύο, ο ίδιος κόμπος που δένεται με όλες τις μεγάλες στιγμές των ανθρώπων, ένας κόμπος γκρίζος, που δεν ξέρει κανείς αν θα μεταστοιχειωθεί σε υγρό ξέσπασμα, αν θα τον φυσήξει μακριά η ρουτίνα της καθημερινότητας ή αν θα μείνει εκεί, σε μια γωνιά, να στοιχειώνει θαμπές κι άτονες τις μέρες που έρχονται. Θα κάνει νέους φίλους, θα περνάει υπέροχα, έλεγε τώρα στον εαυτό του, καθώς απομακρυνόταν. Και για να ξεχαστεί βάλθηκε να απαριθμεί τους ευφημισμούς που είχαν μάθει στο σχολείο. Ειρηνικός ωκεανός, γλυκάδι, Ευμενίδες ... Κι εκεί, στη μέση του δρόμου, τον έπιασαν τα κλάματα. Δεν θυμόταν αν ήταν κυριολεξία ή ευφημισμός ο οίκος ευγηρίας.
Ερώτηση
Ποιος είναι ο κεντρικός προβληματισμός που θέτει το κείμενο; Ποια είναι η δική σας άποψη;
[Επισήμανση: Προσέξτε ιδιαίτερα την τεχνική του συγγραφέα. π.χ. Τι προσδοκίες ανακινούνται στον αναγνώστη στην αρχή του κειμένου; Πού οδηγείται η σκέψη μας (σε ποια περίσταση) από τις αναφορές στην "πρώτη μέρα", "στους νέους φίλους", και γενικά από το συναισθηματικό κλίμα που δημιουργεί το αφήγημα; Ανατρέπονται οι προσδοκίες αυτές; Ποια συναισθήματα δημιουργούνται στον αναγνώστη από την ανατροπή και τη σύγκριση/συσχετισμό ανάμεσα σε αυτή τη σκηνή και σε αυτή που ανακαλείται στη μνήμη του σε μια λανθάνουσα θα λέγαμε αντιδιαστολή;]